διαμοιβή

διαμοιβή
η (AM διαμοιβή) [διαμείβω]
ανταμοιβή, αμοιβή
μσν.
αμοιβαία ανταλλαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάμειψη — και διαμοιβή, η (Α διάμειψις, εως και διαμοιβή) [διαμείβομαι / διαμείβω] ανταλλαγή νεοελλ. φρ. «διάμειψις τῆς ὕλης» παλαιότερος όρος για τον μεταβολισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”